- εφορειακός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εφορεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εφορειακός — και εφοριακός, ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην εφορ(ε)ία ή στον έφορο 2. το αρσ. ως ουσ. ο εφοριακός ο υπάλληλος τής εφορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < εφορ(ε)ία. Η λ. εφορειακός μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς, ενώ η λ. εφοριακός από το… … Dictionary of Greek
ελεγκτής — ο (Α ἐλεγκτής) νεοελλ. υπάλληλος αρμόδιος να ελέγχει τη διαχείριση, τα πεπραγμένα άλλων υπαλλήλων («εφορειακός ελεγκτής, τελωνειακός κ.λπ.») αρχ. ο ελεγκτήρ … Dictionary of Greek
εφοριακός — ή, ό βλ. εφορειακός … Dictionary of Greek